μάντης, ο, θηλ. μάντισσα, η, ουσ. [<μσν. μάντης <αρχ. μάντις], ο μάντης· αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει κάτι με επιτυχία: «μάντης είναι και ξέρει πάντα ποιος θα είναι ο νικητής;»·
- κάνε με μάντη να σε κάνω πλούσιο, βλ. φρ. κάνε με προφήτη να σε κάνω πλούσιο, λ. προφήτης·
- μάντης κακών, αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει το κακό που θα συμβεί: «δε θέλω να γίνω μάντης κακών, αλλά τα πράγματα θα χειροτερέψουν».